- βρομίζομαι
- βρομίζομαι, βρομίστηκα, βρομισμένος βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:βρομίζομαι : χρησιμοποιείται σπάνια η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρομισμένος), με την έννοια → λερώνομαι, κυρίως όταν πρόκειται να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο, η αιτία που προκαλεί το βρόμισμα, ενώ το βρομίζω με την έννοια → λερώνομαι δεν εμπεριέχει δήλωση ποιητικού αιτίου.Έτσι λέμε: το σπίτι βρομίζει όταν μείνει κλειστό, αλλά τα χέρια μου βρομίστηκαν από τις λάσπες.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.