βρομίζομαι

βρομίζομαι
βρομίζομαι, βρομίστηκα, βρομισμένος βλ. πίν. 34
——————
Σημειώσεις:
βρομίζομαι : χρησιμοποιείται σπάνια η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρομισμένος), με την έννοια λερώνομαι, κυρίως όταν πρόκειται να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο, η αιτία που προκαλεί το βρόμισμα, ενώ το βρομίζω με την έννοια λερώνομαι δεν εμπεριέχει δήλωση ποιητικού αιτίου.
Έτσι λέμε: το σπίτι βρομίζει όταν μείνει κλειστό, αλλά τα χέρια μου βρομίστηκαν από τις λάσπες.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρομίζω — βρομίζω, βρόμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: βρομίζω : για τη γραφή με ο (και όχι με ω) ακολουθούμε την ετυμολογία του Ανδριώτη. Δες και σημείωση για βρομίζομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λερώνω — λέρωσα, λερώθηκα, λερωμένος 1. μτβ., βρομίζω, λεκιάζω: Λέρωσα το τετράδιό μου με μελάνι. 2. μτφ., ντροπιάζω, κηλιδώνω: Με όνομα λερωμένο δε θα βρεις ποτέ δουλειά. 3. αμτβ., βρομίζομαι, ρυπαίνομαι: Αυτό το χρώμα λερώνει εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”